Παράθυρο logo
Συνάντηση με τον Reno Wideson
Δημοσιεύθηκε 22.08.2016
Συνάντηση με τον Reno Wideson

Γράφει η Ελένη Παπαδοπούλου

Τα πλαστικά τρίγωνα σημαιάκια με το σύμβολο του ΗΒ στους δρόμους μιας μικρής πόλης του Μπακινχαμσάιρ ανεμίζουν περήφανα δύο μέρες μετά το δημοψήφισμα για το Brexit, ένα ηλιόλουστο απόγευμα Ιουνίου. Στο σαλόνι του ισόγειου σπιτιού με το φιξέ χαλί και τη μακρόστενη αυλή πίσω κάθεται ο Ρένο και δίπλα του η γυναίκα του, Μέρι. Ο γιος τους, Άγγελος, ετοιμάζει το τσάι. O Ρένο σηκώνεται αργά από τη θέση του και με καλωσορίζει χαμογελώντας με ένα βλέμμα ευγενικό και ζωντανό που με κάνει να νιώθω άνετα. Μου περνά αμέσως η σκέψη ότι θα ήταν πάρα πολύ ωραία να τον συνόδευα στα ταξίδια του, να περπατούσα μαζί του στα μονοπάτια και τα χωριά της Κύπρου φωτογραφίζοντας έναν κόσμο που τώρα πια δεν υπάρχει, παρά μόνο αποτυπώνεται στις φωτογραφίες που κοσμούν το σπίτι και τα βιβλία του.


Ο Ρένο Γουάιντσον [Reno Wideson] γεννήθηκε τον Δεκέμβρη του 1920 στη Λάρνακα, το τρίτο παιδί αστικής οικογένειας. Λένε πως όσο μεγαλώνεις επιστρέφουν πιο έντονες οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας:  «Έπαιζα φούτμπολ και τένις, το σπίτι μας ήταν πάνω στην παραλία, κολυμπούσαμε, παίζαμε water polo, ψαρεύαμε... Οι φοινικούδες τότε είχαν μόλις φυτευτεί. Ήταν τα πρώτα μου εμπόδια, τις πέρασα όλες! Τώρα μεγάλωσαν κι έγιναν...» λέει μετροφυλλώντας φωτογραφίες από την παιδική του ηλικία, που ο Άγγελος βρήκε σε ένα συρτάρι.


Όταν ήταν 12 χρονών, ο πατέρας του του χάρισε μια Kodak Box Brownie και τότε ήταν που ξεκίνησε η σχέση του με τη φωτογραφία.


«Η πρώτη μου κάμερα ήταν το κουτί. Θυμάμαι να κοιτάζω μέσα από την κάμερα τα βουνά από αλάτι... Νομίζω οι πρώτες μου φωτογραφίες ήταν στην αλυκή, στην αποβάθρα, οι μαούνες στο λιμάνι...»


Το φιλμ το προμηθευόταν από το φωτογραφείο του Γκλάζνερ στου οποίου το στούντιο και τους σκοτεινούς θαλάμους μπαινόβγαινε από μικρός. Εκεί έμαθε τη φωτογραφική τέχνη. Αργότερα δημιούργησε τον δικό του σκοτεινό θάλαμο στο σπίτι του.


Ως πληρωτής χωρικών οδών και αργότερα βοηθός επιθεωρητής ταξίδευε σε όλη την περιοχή της Λάρνακας ενώ παράλληλα αυξανόταν το ενδιαφέρον του να εξερευνήσει με τον φακό του τα τοπία και τους ανθρώπους της πατρίδας του.


«Aνάμεσα σε τόσα κρυμμένα διαμάντια είναι δύσκολο ως φωτογράφος να ξεχωρίσω ένα αγαπημένο χωριό, αλλά όταν ταξίδευα στην επαρχία Λάρνακας με μια μοτοσυκλέτα Ariel Red Hunter ανακάλυψα πολλά απομακρυσμένα και απομονωμένα χωριά. Η άφιξη ενός επισκέπτη ήταν μεγάλο γεγονός και η δημοτικότητά μου ήταν αναμφίβολα ενισχυμένη λόγω του ότι κάθε μήνα έφτανα με δέσμες μετρητά. Ένα τέτοιο αγαπημένο χωριό ήταν η Οδού στους πρόποδες της οροσειράς του Τροόδους. Είχε μια ιδιαίτερη γοητεία και οργάνωνα το δρομολόγιό μου έτσι ώστε το μεσημεριανό διάλειμμά μου να συμπέσει με την άφιξή μου εκεί. Με τον καιρό ανέπτυξα μια μεγάλη συμπάθεια για το χωριό. Ήταν φιλικότατοι οι ανθρώποι.


 

-RENOSHEPHERDΒοσκός στη Μεσαορία τη δεκαετία του '50 ©Reno Wideson



Περίπου σαράντα χρόνια μετά την τελευταία επίσκεψη στην Οδού στο πλαίσιο των καθηκόντων μου και ενώ ζούσα στο Ηνωμένο Βασίλειο πολλά χρόνια, επέστρεψα στην Κύπρο με ένα κινηματογραφικό συνεργείο του ΒΒC που αναζητούσε τοποθεσίες για ένα ντοκιμαντέρ. Αφού καταλήξαμε τυχαία στην περιοχή, αποφάσισα να πάρω την ομάδα για μια νοσταλγική ματιά στο παρελθόν. Καθώς πλησιάζαμε στο χωριό εμφανίστηκε ένας γέρος και με κοίταξε με ένα βαθύ, εξεταστικό βλέμμα: «Κύριε Ρένο;», είπε με μεγάλη απορία και προς δική μου έκπληξη. Το νέο διαδόθηκε: «Ο κύριος Ρένος είναι εδώ!», ακριβώς όπως είχε ανακοινωθεί τόσα χρόνια πριν. Μετά από ένα πολύ εγκάρδιο καλωσόρισμα, το χωριό επέμενε να προσφέρει σε όλο το συνεργείο ένα υπέροχο γεύμα της ώρας στο οποίο συνεισέφεραν όλοι.»


Μετά από την υπηρεσία στην Εθελοντική Δύναμη Κύπρου και αργότερα στο κυπριακό τάγμα στρατού, το 1949 παραιτήθηκε από τη θέση του διοικητή για να αναλάβει καθήκοντα επιθεωρητή ξενοδοχείων με τον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού. Εν τέλει βρέθηκε επικεφαλής του Γραφείου Τουριστικής Ανάπτυξης Κύπρου υπό τον Λόρενς Ντάρελ, ο οποίος ήταν τότε υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών. Ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς του ήταν η προώθηση της Κύπρου ως τουριστικού προορισμού και αυτό του έδωσε την ευκαιρία να επισκεφθεί και να φωτογραφίσει πολλές απομακρυσμένες και απομονωμένες αγροτικές περιοχές του νησιού. Αυτή την περίοδο έβγαλε τις περισσότερες φωτογραφίες, που περιέχονται στο βιβλίο «Cyprus Remembered».


«Ταξίδευα στο νησί με μια Μόρις Μάινορ ακούγοντας μουσικές της εποχής. Ήξερα σε όλα τα χωριά τον μουχτάρη, τους αγροφύλακες... με όλους είχα φιλικότατες σχέσεις! Μια τυπική μέρα ήταν το –πολύ– πρωινό ξύπνημα κι έπειτα ταξίδι ώς αργά το απόγευμα. Πάντα είχα τη φωτογραφική μαζί μου, ό,τι και να έκανα, ήταν μια προέκταση του χεριού μου. Και η διαδικασία συνεχιζόταν στον σκοτεινό θάλαμο.


Σε μια από τις φωτογραφικές εξορμήσεις μου ήθελα να φωτογραφίσω την εκκλησία του Τιμίου Σταυρού του Αγιασμάτι και τα περίφημα ψηφιδωτά της. Ρώτησα στο κοντινό χωριό Πλατανιστάσα και μου είπαν ότι ο ναός ήταν περίπου πέντε μίλια μακριά σε χωματόδρομο και ότι θα χρειαστώ τον επιστάτη που φύλαγε τα κλειδιά. Αφού είχαν ειδοποιηθεί από μια χωριατοπούλα ότι ένας ξένος ήθελε να δει την εκκλησία, ο ηλικιωμένος επιστάτης εμφανίστηκε και αμέσως προσφέρθηκε να με συνοδεύσει και εκεί με βοήθησε στο στήσιμο της φωτογραφικής μηχανής και των φώτων. Έβγαλα φωτογραφίες και εν τέλει επιστρέψαμε στο χωριό. Έστω και αν είχα πάρει περισσότερο από δύο ώρες από τον χρόνο του, επέμεινε στην παραδοσιακή προσφορά του καφέ και ένα ποτήρι κρύο νερό, ενώ με ενθουσιασμό συνέχισε να ρωτά σχετικά με το ενδιαφέρον μου για την εκκλησία. Καθώς ετοιμαζόμουν να φύγω, συνειδητοποίησα ότι είχα αφήσει το πορτοφόλι μου πίσω στο σπίτι και με αμηχανία ομολόγησα ότι δεν θα ήμουν σε θέση να του προσφέρω κάτι για τη βοήθειά του. Διαμαρτυρήθηκε έντονα ότι καμιά ανταμοιβή δεν ήταν αναμενόμενη και προσφέρθηκε να μου δανείσει κάποια χρήματα αν τα χρειαζόμουν για την επιστροφή. Με αποχαιρέτησε με τον συνήθη χαιρετισμό, «στο καλό». Κρατώ αυτή την ανάμνηση που παραμένει ζωντανή και με στοργή ως μια συμβολική πτυχή του χαρακτήρα των Κυπρίων, ρομαντική και μεροληπτική. Αλλά την ίδια στιγμή πολύ πραγματική, αφού συνάντησα τον ίδιο συνδυασμό έντονης περιέργειας με τη ζεστή, γενναιόδωρη φιλοξενία προς έναν άγνωστο τόσες πολλές φορές κατά τη διάρκεια των ταξιδιών μου.»


Ο Ρένο έβλεπε το ξεχωριστό στο συνηθισμένο και μου υπενθύμισε να κοιτάζω ξανά πέρα από το προφανές σε μια εικόνα. Οι φωτογράφοι δημιουργούν έναν δικό τους κόσμο μέσα από την πραγματικότητα με τις επιλογές του τι να συμπεριλάβουν στο κάδρο τους. Οι εικόνες του, που μοιάζουν βγαλμένες από ταινία του Τορνατόρε, χαρακτηρίστηκαν ως ντοκουμέντο μιας εποχής, αλλά το πόσο αληθινές εκείνης της περιόδου είναι μόνο ο ίδιος το γνωρίζει και οι άνθρωποι που έζησαν τότε. Μπορεί να σκέφτηκε «έτσι θέλω να δει την Κύπρο ο κόσμος 50 χρόνια από σήμερα».


+ Το βιβλίο του Reno Wideson με τίτλο «Cyprus Remembered» διατίθεται σε όλα τα μεγάλα βιβλιοπωλεία


 

3-RENO-SWIM-1(1)Σε ηλικία 9 χρόνων σε παραλία της Λάρνακας.


RENODOG -BOBBYΣε ηλικία 8 χρονών με τον σκύλο του Μπόμπι


RENO TROPHYTRIOΟ Ρένο (κέντρο) με τον αδελφό του (δεξιά) και έναν φίλο μετά από την ανάκτηση ποδοσφαιρικού κυπέλλου


3-RENO+ANDREASΟ Ρένο (αριστερά) με τον αδελφό του Ανδρέα


RENO-ENGAGEMENTΟ Ρένο και η Μέρι την ημέρα των αρραβώνων τους


3-RENO-2aΣτην Αγγλία μετά το 1959


RENOΣτο σπίτι του στο ΗΒ , Ιούνιος 2016


 

 

Μερικές από τις φωτογραφικές μηχανές του Ρένο Wideson


Rolleicord - Twin Lens Reflex (2.25")
Rolleiflex - Twin Lens Reflex (2.25")
Linhof - Half plate Hasselblad 500C (2.25")
Rolleflex SL66 - Single Lens Reflex -(2.25")
Pentacon 6 SLR -(2.25")
Exacta Varex IIb - 35 mm
Exacta RTL1000 - 35 mm
Zeiss Icon SLR - 35 mm