Του δρος Γιώργου Διονυσίου
Η προσπάθεια του συγγραφέα να ανασυγκροτήσει με λεπτομέρεια τον ψυχικό, συναισθηματικό και πνευματικό κόσμο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, αξιοποιώντας πλήθος πηγών, είναι νεοφανής για τα δεδομένα της Κύπρου. Ναι μεν έγιναν απόπειρες στο παρελθόν, όμως ήταν περιορισμένης εμβέλειας. Με το βιβλίο του Μάριου Θρασυβούλου ο αναγνώστης ξεναγείται στον παιδικό κόσμο του μικρού Μιχαήλ Μούσκου, στη σκληρή ζωή της κυπριακής υπαίθρου, στις συνέπειες από την πρόωρη απώλεια της μητέρας του, η οποία τραυμάτισε την παιδική του ψυχή. Ο κόσμος του Μοναστηριού του Κύκκου, όπου βρήκε καταφύγιο και διέξοδο ο Μιχαήλ από τη φτώχεια, τη βασανισμένη και αδιέξοδη ζωή του χωριού, διαμόρφωσε οριστικά την ψυχοσύνθεση και την αυτοεικόνα του. Οι αυστηροί μοναστικοί κανόνες και η συνακόλουθη αυστηρή πειθαρχία, μαζί με την αίσθηση της μοναδικότητας που το ξακουστό μοναστήρι του Κύκκου καλλιεργούσε στους μοναχούς του, διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του, όπως αυτή εκδιπλώνεται αργότερα στην πολιτική του δράση. Ο συγγραφέας βρίσκει εδώ πλούσιο έδαφος για να καταφύγει στην ψυχολογία και την ψυχανάλυση, εισάγοντας με αυτήν την προσέγγιση νέα εργαλεία στην ερμηνεία της συμπεριφοράς πολιτικών προσωπικοτήτων, κάτι εντελώς νέο για την κυπριακή κοινωνία και την τοπική ιστοριογραφία.
Παράλληλα, ο συγγραφέας προβαίνει σε μια διεισδυτική ανάλυση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας στην αποικιοκρατούμενη Κύπρο, την Ελλάδα και τον μεταπολεμικό κόσμο, ώστε ο αναγνώστης να εξοπλιστεί με τα απαραίτητα ιστορικά και πολιτικά εφόδια για να είναι σε θέση να παρακολουθήσει και να αξιολογήσει την πολιτική πορεία του Μακάριου. Επεξηγεί επίσης με ενάργεια τους λόγους που ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επιβλήθηκε ως απόλυτος άρχων στη διαχείριση της ενωτικής εκστρατείας. Η μεν Δεξιά είναι ανώριμη και ανέτοιμη να διαχειριστεί τον αγώνα, το δε ΑΚΕΛ είναι πλήρως παραγκωνισμένο από τη Δεξιά και την εθναρχία. Η κυπριακή κοινωνία βρήκε στο πρόσωπο του χαρισματικού Αρχιεπισκόπου Μακαρίου τον ηγέτη-Μεσσία που αναζητούσε. Πρόκειται για ιδανικές ιστορικές συνθήκες, όπου μια ισχυρή προσωπικότητα αφήνει το αποτύπωμά της, θετικό ή αρνητικό, στα ιστορικά πεπραγμένα.
Το σοβαρότερο κριτήριο στη δράση των πολιτικών προσώπων είναι κατά πόσον οι ιδέες τους και οι πράξεις τους υπηρέτησαν το καλώς νοούμενο συμφέρον της κοινότητας. Η πεποίθηση σε μια κοινότητα για το τι είναι το καλώς νοούμενο συμφέρον της διαμορφώνεται από τις εκάστοτε συνθήκες, τοπικές και διεθνείς, από τη χρονική και ιστορική συγκυρία, από τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις ολόκληρης της κοινωνίας, από την παιδεία ενός λαού, την κουλτούρα του, την ψυχοσύνθεσή του, τις εμπειρίες του. Εδώ ακριβώς μετριέται το εκτόπισμα ενός πολιτικού προσώπου, αν δηλαδή διαθέτει τη διορατικότητα να διακρίνει ποιο είναι πραγματικά το καλώς νοούμενο συμφέρον, να παραμερίζει το συναίσθημα, τις γνώμες των πολλών, προσωπικές φιλοδοξίες, αν αντιλαμβάνεται τις πραγματικότητες, αν τις ερμηνεύει ορθολογιστικά και αν δύναται, με βάση αυτές, να συγκροτήσει ένα όραμα που η υλοποίησή του θα υπηρετήσει τα συμφέροντα της κοινότητας. Αν, τέλος, διαθέτει τη βούληση και τη μαεστρία να εμπνεύσει ανάλογα την κοινότητα για το μέλλον της. Αν δηλαδή μπορεί να γίνει ηγέτης υπερβαίνοντας την εποχή του.
Μπορεί ο Μάριος Θρασυβούλου να μην θέτει ευθέως το ερώτημα κατά πόσον ο Μακάριος υπηρέτησε το καλώς νοούμενο συμφέρον του τόπου για την περίοδο που εξετάζει (1948-1959), όμως οι διεξοδικές του παρουσιάσεις και αναλύσεις σε αυτό το ερώτημα οδηγούν. Όποιες και να είναι οι γνώμες γι' αυτό το συμφέρον, αυτό είναι πάντα εκεί και μεταφράζεται σε επιλογές που εξουδετερώνουν δυνητικούς κινδύνους, οδηγούν σε σύμπνοια του λαού γύρω από κοινούς στόχους και προετοιμάζουν συνθήκες ειρήνης και προόδου.
Πολλά έχουν γραφτεί για τις διαχρονικές ευθύνες των ελληνοκυπριακών ηγεσιών για την πορεία και τη σημερινή κατάντια του Κυπριακού. Ιδιαίτερα για τη δεκαετία του 1950, όταν πάρθηκαν αποφάσεις που προσδιόρισαν το μέλλον μας. Η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας δεν είναι εύκολο εγχείρημα, γιατί αυτή η αναζήτηση γίνεται εκ των υστέρων, όταν η εξέλιξη των γεγονότων έχει ήδη επισυμβεί. Η ιστορική αλήθεια δεν βρίσκεται κάπου για να την αγοράσει κάποιος. Κτίζεται από τους σοβαρούς ιστορικούς με μόχθο, κομμάτι-κομμάτι, ψηφίδα-ψηφίδα. Πολλές φορές η αλήθεια είναι επώδυνη, όμως είναι απαραίτητη για ατομική και εθνική αυτογνωσία. Το βιβλίο του Μάριου Θρασυβούλου συμβάλλει ουσιαστικά σε αυτήν την κατεύθυνση.
Η περίοδος που πραγματεύεται το βιβλίο είναι κρίσιμη. Οι παραμονές της έναρξης του ένοπλου αγώνα την πρώτη πενταετία του 1950, η περίοδος του αγώνα, αλλά και η μεταβατική περίοδος μέχρι την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας ανέδειξαν πλήθος προκλήσεων που ζητούσαν άμεση αντιμετώπιση. Εμφανίστηκαν επιλογές οι οποίες έθεταν αμείλικτα ερωτήματα. Αποδοχή προτεινόμενων σχεδίων για μεταβατική περίοδο ή αγώνας μέχρι τέλους για την ένωση; Ανεξαρτησία ή ένωση; Ποιοι συμμετέχουν στον αγώνα; Έπρεπε να υπάρξει συνεννόηση με τους Τουρκοκύπριους; Έπρεπε να αποκλειστεί η Αριστερά; Πόση προσοχή έπρεπε να δοθεί στις αντιδράσεις των Τουρκοκύπριων στον αγώνα; Πόσο θα έπρεπε να ανησυχήσει η πλευρά μας από τις εντεινόμενες αντιδράσεις της Τουρκίας και στον ομολογημένο στόχο για διχοτόμηση, τη στιγμή που δημοσιεύονταν και χάρτες με την Κύπρο διχοτομημένη; Συνεργαζόμαστε ειλικρινά με τις ελληνικές κυβερνήσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις εγγενείς αδυναμίες και τις εξαρτήσεις της Ελλάδας από τους δυτικούς συμμάχους ή τις εκβιάζουμε για να ταυτιστούν με τους στόχους της εθναρχίας; Επιμένουμε να πειστεί η Ελλάδα για προσφυγή στον ΟΗΕ για διεθνοποίηση κόντρα σε κάθε λογική, ορθολογισμό και αντιξοότητα και κόντρα στο διεθνές κλίμα ή δίνουμε σημασία στη συμβουλή Παπάγου για προσπάθεια συνεννόησης με τους Άγγλους, όπως συμβούλευε παλαιότερα και ο Ελευθέριος Βενιζέλος;
Για όλες τις πιο πάνω προκλήσεις και προβλήματα που αναφύονταν στη συγκεκριμένη περίοδο υπήρχαν συγκεκριμένες εναλλακτικές επιλογές οι οποίες παρουσιάζονται στο βιβλίο. Όμως, οι τελικές επιλογές που ακολουθήθηκαν από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ο οποίος αποφάσιζε μόνος, χωρίς καμία διαβούλευση με το Εθναρχικό Συμβούλιο, τις Παγκύπριες Εθνοσυνελεύσεις και την Αριστερά, όξυναν τα προβλήματα, τα οποία ενσωματώθηκαν ως αρνητική κληρονομιά στο νέο κράτος, ήδη από την πρώτη μέρα της λειτουργίας του.
Στους στόχους του βιβλίου του Μάριου Θρασυβούλου δεν είναι η μελέτη των επιπτώσεων στο σήμερα από τη διαχείριση του Κυπριακού τότε. Όμως, ο αναγνώστης είναι φυσικό να προβεί στους ανάλογους συνειρμούς για τις συνέπειες τού τότε στο σήμερα.
Κληρονομήσαμε την ανικανότητα και την αδυναμία ορθής αξιολόγησης του αυξανόμενου και επικίνδυνου ενδιαφέροντος της Τουρκίας για την Κύπρο, παρόλο που οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου το νομιμοποιούσαν. Κληρονομήσαμε την απαξίωση της σε βάθος μελέτης των εκάστοτε αντιδράσεων των Τουρκοκύπριων και των πολιτικών και κοινωνικών τάσεων στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Κληρονομήσαμε την αναζήτηση λύσης εκτός Κύπρου με τη διεθνοποίηση και όχι εντός Κύπρου σε συνεννόηση με τους Τουρκοκυπρίους, γεγονός που σταδιακά και νομοτελειακά τους οδήγησε στις αγκάλες της Τουρκίας. Τόσο βαριά είναι αυτή η άκρως αρνητική ιστορική κληρονομιά, που μέχρι και σήμερα δεν έχει συνειδητοποιηθεί η σημασία της ισότιμης αντιμετώπισης των Τουρκοκύπριων και της αρμονικής συνεργασίας μαζί τους. Κληρονομήσαμε τη σκόπιμη και έντεχνη ενοχοποίηση της ελληνικής κυβέρνησης Καραμανλή για τις συμφωνίες, γεγονός που δαιμονοποίησε και εξοστράκισε από το Κυπριακό την έννοια του συμβιβασμού, με τραγικές συνέπειες στην πορεία.
Καταληκτικά, θα λέγαμε ότι ο άκρατος ιδεαλισμός και ρομαντισμός που κυριαρχούσαν τότε κληροδοτήθηκαν στη ρητορική για το Κυπριακό μετά την ανεξαρτησία, με αποτέλεσμα η ορθολογιστική πρόσληψη της πραγματικότητας να εκτοπίζεται και να αποτελεί μέγα ζητούμενο, ακόμα και σήμερα, στην πολιτική μας σκέψη.