Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες - Εκδόσεις Ψυχογιός
"[...] Πολλά χρόνια μετά, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα έφερνε στον νου του το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον πήγε να γνωρίσει τον πάγο. Το Μακόντο ήταν τότε ένα χωριό με είκοσι σπίτια από πηλό και καλάμια, χτισμένα στην όχθη ενός ποταμού με διάφανα νερά, που κυλούσαν σε μια κοίτη με λείες πέτρες, άσπρες και τεράστιες σαν προϊστορικά αβγά. Ο κόσμος ήταν τόσο νεόπλαστος που πολλά πράγματα δεν είχαν όνομα και για να τα αναφέρεις έπρεπε να δείξεις με το δάχτυλο. [...]"
Μ' αυτά τα λόγια ξεκινά ένα από τα γοητευτικότερα και πιο φημισμένα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Ένα έργο που "από στόμα σε στόμα", όπως άρεσε στον συγγραφέα του να λέει, διαβάστηκε από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και η συμβολή του υπήρξε καθοριστική στη βράβευση του Μάρκες με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1982, με το σκεπτικό: "για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σε έναν πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου."
Με γραφή μοναδική, φαντασμαγορική, ρεαλιστική και συνάμα ιλαροτραγική, επηρεασμένη από τις διηγήσεις της γιαγιάς του, ο Μάρκες ξετυλίγει το έπος των Μπουενδία που ζουν στην πόλη-ουτοπία του Μακόντo και μέσα από τα πάθη, τα όνειρα, τις τραγωδίες, τις προδοσίες, τις ανακαλύψεις, τα θαύματα, τα μυστήρια και τις διαψεύσεις τους αναδύεται η ιστορία μιας χώρας, μιας ηπείρου και τελικά της ανθρωπότητας ολόκληρης.
Το "Εκατό Χρόνια Μοναξιά" αποτελεί θεματικά μια ενότητα με τρία άλλα προηγούμενα μυθιστορήματα του συγγραφέα και με δύο από τις συλλογές διηγημάτων του. Είναι το βασικό σκηνικό όπου εμφανίζονται, ολοκληρώνονται ή συμπληρώνονται οι ιστορίες και οι ήρωες. Εδώ ολοκληρώνεται το δράμα του συνταγματάρχη που δεν έχει κανέναν να του γράψει και τον συναντούμε, νεαρό ακόμα, να παραδίδει την περιουσία τού επαναστατικού στρατού και να παίρνει την απόδειξη από το χέρι του ίδιου του συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία. Μαθαίνουμε το τέλος της ιστορίας από τα Ανεμοσκορπίσματα και βλέπουμε τους ήρωες της Κακιάς Ώρας να ξαναζούν στο πρόσωπο του Χοσέ Αρκάδιο Μπουενδία. Συναντούμε περαστική την Αθώα Ερέντιρα και την άσπλαχνη γιαγιά της και γνωρίζουμε τη μοναξιά της εξουσίας, τη μοναξιά του μίσους και του πολέμου και πως οι λαοί που καταδικάστηκαν "σε εκατό χρόνια μοναξιά δεν είχαν δεύτερη ευκαιρία πάνω στη γη". Ένα πλήθος από ιστορίες δεμένες άρρηκτα μεταξύ τους στροβιλίζουν γύρω από τον ίδιο άξονα, το χωριό Μακόντο, και συνθέτουν ένα παζλ με πρωταγωνιστές τα μέλη της οικογένειας των Μπουενδία.
Το βιβλίο δεν πραγματεύεται τη μοναξιά σε προσωπικό επίπεδο, αλλά τη μελετά σφαιρικά με έναν παράξενο και πρωτόγνωρο τρόπο. Περιγράφει με αριστουργηματικό τρόπο την κοινωνία της Λατινικής Αμερικής μέσα από τη φτώχεια, την αγάπη και τη μιζέρια. Ο Μάρκες ενορχηστρώνει ένα παραμύθι με βάση τη ζωή και τη μοναξιά, αλλά και τη βία, την έλλειψη ηθικής και τα πολιτικά προβλήματα που από τότε ήταν μάστιγα στην εν λόγω περιοχή του πλανήτη. Με μαεστρία εναλλάσσει εικόνες μεταξύ της πραγματικότητας και του ωμού ρεαλισμού και πετυχαίνει να δημιουργήσει δυνατές σκηνές με φόντο τη δύναμη της ψυχής. Η εναλλαγή εικόνων μεταξύ της πραγματικότητας και του ωμού ρεαλισμού είναι ευρηματική.
Η ιστορία του μοναδικού χειρόγραφου του βιβλίου:
H δακτυλογράφος που είχε στα χέρια της το μοναδικό χειρόγραφο έπαθε τροχαίο ατύχημα καθώς πήγαινε στο ταχυδρομείο. H ίδια βγήκε σώα και αβλαβής, αλλά τα χαρτιά είχαν σκορπιστεί στον δρόμο και είχαν βρεχτεί. Eκείνη τα μάζεψε ένα-ένα, τα πήγε στο σπίτι της και τα στέγνωσε. Όταν κατόρθωσε να φτάσει στο ταχυδρομείο για την αποστολή του έργου στον εκδότη, ο υπάλληλος τα ζύγισε και ζήτησε 40 πέσος για τα ταχυδρομικά τέλη. Ο Γκαρσία Μάρκες, συγγραφέας του μυθιστορήματος, και η γυναίκα του διέθεταν εκείνη τη στιγμή μόνο 25 πέσος. Αποφάσισαν λοιπόν να στείλουν τα μισά φύλλα του "Εκατό Χρόνια Μοναξιά". Tα υπόλοιπα τα έστειλαν λίγες μέρες αργότερα, αφού προηγουμένως έβαλαν ενέχυρο τα ελάχιστα υπάρχοντα που τους είχαν απομείνει. Το βιβλίο έγινε γνωστό από στόμα σε στόμα και μέσα σε δύο εβδομάδες εξαντλήθηκαν και τα 8.000 αντίτυπα της πρώτης έκδοσης.
Το βιβλίο ίσως χαρακτηριστεί από μερικούς παλιομοδίτικο αφού έχουν κλείσει ήδη 50 χρόνια από την έκδοσή του... αλλά αδράξαμε την ευκαιρία της επανέκδοσής του πριν από μερικές μέρες από τις εκδόσεις Ψυχογιός για να σας το υπενθυμίσουμε.
