"Οι νεκροί βρομούσαν από 'να/ μίλι μακριά, ήταν ανελέητο/ το τελευταίο καλοκαίρι -/ τρυπούσε τους ίσκιους των δέντρων/ τις στέγες των σπιτιών./ Φρικτό καλοκαίρι για τους ανθρώπους/ μπάσαν τους νεκρούς απ' την πίσω/ πόρτα στον Άη-Γιάννη,/ δεν τους χωρούσαν, λέει, τα φέρετρα./ Κι ο πιτσιρικάς - πήχτρα το αίμα/ στα ρούχα του - άνοιγε λάκκους,/ τον χτυπούσε ο ήλιος ανελέητα/ στους κροτάφους στη μνήμη/ βαθιά ώς το μέλλον./ Τον ήξερες αλλιώτικα/ τον κυπριώτικο ήλιο/ θεία Μαρίνα την αυγή/ με τα περιστέρια στους ώμους."
Η πατρότητα του παραπάνω ποιήματος ανήκει στον Λεύκιο Ζαφειρίου. Τίτλος του ποιήματος: "15.7.74", γι' αυτό και ήταν σκόπιμη η αυτούσια παράθεση ολόκληρου του κειμένου.
Αν και έχουμε αναφερθεί ξανά σε ποιήματα που αφορούν τον θλιβερό Ιούλη του 1974, με το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στο νησί μας, στρέφουμε και πάλι την προσοχή μας στο τραγικό αυτό γεγονός, όπως αυτό ανακλάται στη λογοτεχνία, γιατί πάντα μια τέτοια εποχή -αν και δεν θα έπρεπε να είναι η μόνη- η μνήμη τίθεται σε λειτουργία και δεν αφήνει "κανέναν να ξεχάσει" και "τίποτα να ξεχνιέται"!
Ο Ζαφειρίου αναφέρεται στις μνήμες από εκείνο το καλοκαίρι και στη βασικότερη συνέπειά του, δηλαδή τον θάνατο των ανθρώπινων ψυχών. Οι νεκροί εντάσσονται σε ένα υπερβολικά ζεστό καλοκαίρι, πιθανόν γιατί όλα αυτά συνέβησαν στα μέσα του καυτού καλοκαιριού, πιθανόν γιατί μπορεί να συνδέονται με το "καυτό", αθώο αίμα που χύθηκε. Αφόρητη η ζέστη, όπως αφόρητα ήταν και τα γεγονότα. Η αναφορά στα "περιστέρια" στο τέλος του ποιήματος παραπέμπει σε στιγμές ειρήνης και ελευθερίας.
Ο πιτσιρικάς του Ζαφειρίου φέρνει στον νου έναν άλλο πιτσιρικά, εκείνον του Κυριάκου Χαραλαμπίδη στο "Παιδί με μια φωτογραφία". Παραθέτω το ποίημα: "Παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι/ με μια φωτογραφία στα μάτια του βαθιά/ και κρατημένη ανάποδα με κοίταζε./ [...] Έμοιαζε του πατέρα του η φωτογραφία. Του τηνε γύρισα ίσια κι είδα πάλι/ τον αγνοούμενο με το κεφάλι κάτω./ Όπως ο ρήγας, ο βαλές κι η ντάμα ανάποδα/ ιδωμένοι βρίσκονται ίσια,/ έτσι κι αυτός ο άντρας ιδωμένος ίσια/ γυρίζει ανάποδα και σε κοιτάζει".
Στο ποίημα έκδηλη είναι η δήλωση σχετικά με το δράμα των αγνοουμένων, των ανθρώπων εκείνων που τα αγαπημένα τους πρόσωπα μάταια αναζητούν... Από όπου κι αν κοιτάξει κανείς τη φωτογραφία, οι αγνοούμενοι τον βλέπουν κατάματα, ίσως γιατί έτσι δηλώνουν τον άδικο χαμό τους, ίσως γιατί δεν θέλουν να ξεχαστούν, ίσως γιατί μας υπενθυμίζουν το χρέος της αφύπνισης και της δράσης για τη διεκδίκηση των δικών τους και των δικών μας δικαιωμάτων.
*Φιλόλογος
